Το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη "O γύρος του θανάτου" είναι ένα δυναμικό δραματικό μυθιστόρημα που αναφέρεται στην πολυτάραχη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη (1940-1968), ο οποίος συνελήφθη και εκτελέστηκε ως ο Δράκος του Σέιχ Σου. Μέσα από τις χειμαρρώδεις, υποβλητικές αφηγήσεις εννέα χαρακτηριστικών προσώπων που μιλούν διαφορετικές γλώσσες ανάλογα με τα βιώματα, το χαρακτήρα και το ρόλο που διαδραματίζουν, η αφηγηματική δράση παρακολουθεί το σκηνικό που διαμορφώθηκε στη Θεσσαλονίκη μετά την κατοχή και τον εμφύλιο.
Οι συγκλονιστικές, ωμές καταθέσεις των αφηγητών σκιαγραφούν την ψυχολογία των ανθρώπων και συσχετιζόμενες συνθέτουν το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής ενώ παράλληλα ο μυθιστορηματικός χρόνος παρακολουθεί τον κεντρικό ήρωα φωτίζοντας τις σκοτεινές πτυχές της τραγικής προσωπικότητας του νεαρού Αριστείδη. Έχουν γραφτεί πολλά για την υπόθεση Παγκρατίδη, του δήθεν δράκου του Σέιχ-Σου που εκτελέστηκε επί χούντας για τρεις φόνους που πιθανότατα δεν διέπραξε, επειδή ήταν φτωχός, ανυπεράσπιστος και άρα ιδανικός για να του φορτώσουν τα ανεξιχνίαστα εγκλήματα ώστε να πάρουν προαγωγή κάποιοι υψηλόβαθμοι που φτιάξαν την καριέρα τους κλείνοντας άδικα κόσμο στη φυλακή.
Το καινούργιο βιβλίο του θεσσαλονικιού Θωμά Κοροβίνη που κυκλοφόρησε πρόσφατα (μέσα στις γιορτές το πήρα εγώ), με τίτλο Ο γύρος του θανάτου, είναι επίσης αφιερωμένο στην υπόθεση Παγκρατίδη, αλλά μην περιμένετε να βρείτε κάποιο συνταραχτικό νέο στοιχείο που αποδεικνύει περίτρανα την αθωότητα του αδικοσκοτωμένου ή που αντίθετα τεκμηριώνει αδιάσειστα την ενοχή του δράκου. Ο Κοροβίνης παρουσιάζει σε δέκα κεφάλαια την ιστορία όπως την περιγράφουν τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής και εννιά πρόσωπα που γνώρισαν τον Αριστείδη Παγκρατίδη.
Το βιβλίο δεν είναι καταγγελτικό –το ότι οι ευυπόληπτοι πολίτες πηδούσαν τ’ αγοράκια για ένα πιάτο φασολάδα και ότι η αστυνομία έκλεινε μέσα όσους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα παρουσιάζεται έτσι φυσικά, ασχολίαστο σχεδόν. Και η αξία του βιβλίου, φυσικά, δεν βρίσκεται στην ετυμηγορία των εννιά αυτών προσώπων (που τα περισσότερα είναι σίγουρα για την αθωότητά του) ούτε στη διαλεύκανση της υπόθεσης, αλλά στην περιγραφή που κάνει για τη ζωή στη Θεσσαλονίκη, ιδίως στην Τούμπα, την εποχή 1955-1960.
Για να πάρετε μια γεύση, παραθέτω την αρχή από το δεύτερο κεφάλαιο, όπου μιλάει ένας παιδικός φίλος του Παγκρατίδη
Στην Τούμπα των παιδικών χρόνων
ΕΝΑ ΦΙΛΑΡΑΚΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΑΝΑ
ΤΟ 1955 ΣΤΗΝ ΤΟΥΜΠΑ ήταν όλο παράγκες ξύλινες και παρόμοια χαμόσπιτα με σκεπές από τενεκέδες ή κεραμίδια και μικρές ασπρισμένες αυλές. Αστραφτοκοπούσε ο ασβέστης και η πάστρα μέσα σε κείνη τη μουντάδα. Για στολίδια είχανε γλάστρες με σκουλαρικιές, με μπιγκόνιες και με γεράνια και στο χώμα φυτεμένα λουλούδια και δέντρα. Πιο πολύ ακακίες. Ή καμιά καϊσιά με κείνα τα καΐσια τα μεγάλα, τα ζουμερά, που το άρωμά τους μας μεθούσε και τα κουκούτσια τους τα τσακίζαμε ανάμεσα στις πέτρες και τα τρώγαμε με λαχτάρα. Είχανε και μουριές για τον παχύ τους ίσκιο· το καλοκαίρι πέφτανε καταγής τα μούρα και μαυροκοκινίζανε oι αυλές και πλάκωναν οι μέλισσες που με το βουητό και τις τσιμπιές τους δεν αφήνανε σε ησυχία τον κόσμο. Μερικοί φυτεύανε και λεμονιές σε μεγάλα βαρέλια και τις κουκουλώνανε τη βαρυχειμωνιά με τσουβάλια ή με χοντρά νάυλον για να μην καούνε, μια και το ψυχρό κλίμα της Βορείου Ελλάδος δεν σήκωνε τέτοια δέντρα ευαίσθητα. Ήταν και τα λεμόνια ακριβά και πολλές φορές δυσεύρετα. Όλα φτωχικά και ταπεινά μα περιποιημένα και ανοιχτόκαρδα. Κάθε τιτίζα νοικοκυρά στην αυλίτσα της ένιωθε παραπάνω από βασίλισσα. Ο κόσμος ήτανε μαθημένος σε πέντε αναγκαία πράματα, εκεί πάνω χτίζανε την καθημερινή ευτυχία τους. Έτσι ήτανε δασκαλεμένοι απ’ τους παππούδες τους. Το λίγο τούς φαινότανε πολύ. Όχι τα σήμερα που το πολύ δεν μας γεμίζει καθόλου κι όσο αυγαταίνει εκείνο τόσο αδειάζουμε εμείς. Πολλά σπίτια είχανε τσαρδάκια σκεπασμένα με σαλκίμια και κληματαριές και καθόταν από κάτω ο κόσμος κι έπινε το καφεδάκι του κι έκαναν οι γείτονες μουχαμπέτι.
(Έχω μονοτονίσει αλλά δεν έχω αλλάξει την ορθογραφία, αφήνω δηλαδή και πράγματα που θέλουν διόρθωση, όπως το αβγατίζω που ο Κ. το γράφει αυγατίζω).
Απ’ αυτό το απόσπασμα, που στο βιβλίο πιάνει μια σελίδα και πέντε αράδες από τη δεύτερη, ο συγγραφέας εξηγεί με υποσημειώσεις τρεις λέξεις: την τιτίζα (από το τουρκ. titiz, σχολαστική, τυπική), το σαλκίμι (τουρκ. salkim, είδος αναρριχώμενης ακακίας με μωβ τσαμπιά) και το μουχαμπέτι (τουρκ. muhabbet, κουβεντολόι). Το καϊσί προφανώς το θεωρεί πανελλήνιο και το αφήνει χωρίς εξήγηση, αναρωτιέμαι αν το ξέρουν όλοι οι νότιοι.. Τις σκουλαρικιές, που δεν έχω ιδέα τι είδος λουλούδι είναι, καλά κάνει και δεν τις εξηγεί, μια και καταλαβαίνουμε θαρρώ πως είναι λουλούδι ή τέλος πάντων φυτό, κι αν κανείς ξέρει περσότερα ας πει.
Το να εξηγούνται λέξεις σε μυθιστόρημα ή τέλος πάντων σε λογοτεχνικό έργο δεν είναι παράξενο, αλλά το να δίνεται και η ετυμολογία τους είναι μάλλον ασυνήθιστο. Το βιβλίο όμως δεν έχει γλωσσικό ενδιαφέρον μόνο γι’ αυτό το λόγο –όχι μόνο έχει αρκετά μεγάλο λεξιλογικό πλάτος, αλλά επειδή παρουσιάζει δέκα διαφορετικές αφηγήσεις η γλώσσα της καθεμιάς διαφέρει, και η διαφορά αυτή είναι πιστεύω καλά δοσμένη.
Τα δέκα κεφάλαια του βιβλίου είναι:
1. Ρεπορτάζ εποχής
2. Ένα φιλαράκι για την αλάνα
3. Μια γειτόνισσα για τη μάνα
4. Ένας αχθοφόρος για τον Μαμουνά
5. Ένας παρακρατικός γείτονας του Αρίστου, για τη δράση του
6. Ένας χωροφύλακας δημοκρατικών φρονημάτων για την εποχή
7. Ένας αστός της παραλίας για την πόλη
8. Το αφεντικό του Αρίστου στον γνωστό «γύρο του θανάτου»
9. Η «Λολό» για την πιάτσα
10. Μια τραγουδίστρια για τη γνωριμία της με τον Αρίστο.
Ο γύρος του θανάτου είναι ένα νούμερο που ήταν πολύ αγαπητό στα πανηγύρια της εποχής, με ένα μεγάλο περιστρεφόμενο βαρέλι που μέσα του ένας μοτοσικλετιστής έκανε παράτολμες φιγούρες. Ο Παγκρατίδης δούλευε για ένα διάστημα εκεί –ήταν ίσως η πιο σταθερή δουλειά που έκανε στη ζωή που τον άφησαν να ζήσει– όχι όμως στη μοτοσικλέτα αλλά σε βοηθητικές εργασίες.
Τέλος, αυτό που μου έκανε εντύπωση όταν πρόσεξα τα περιστατικά, είναι ότι ο Δράκος, παρόλο που έχει μείνει στη συλλογική μνήμη, δεν είχε ούτε πολύχρονη δράση ούτε δεκάδες θύματα: τρία όλα κι όλα περιστατικά (διπλός φόνος ενός ζευγαριού, μια επίθεση σε άλλο ένα, και μια ακόμα απόπειρα εναντίον μιας γυναίκας), όλα τους την άνοιξη του 1959, σε απόσταση ενάμιση μηνός το πρώτο από το τελευταίο, κι ύστερα τίποτε, και τεσσεράμισι χρόνια αργότερα πιάσαν τον Παγκρατίδη για απόπειρα βιασμού στο Ορφανοτροφείο και του φόρτωσαν και τα άλλα –τον σάπισαν στο ξύλο, ομολόγησε, ύστερα αναίρεσε, αλλά ήταν αργά. (Κι όμως, μέχρι κι ο εισαγγελέας πρότεινε ισόβια επειδή είχε αμφιβολίες).

Ζούμε σε μιαν εποχή δύσκολη. Κρίση, οικονομική. Mήπως όμως, η κρίση δεν είναι οικονομική και αφορά κάτι περισσότερο; Για ποια δημοκρατία; Για ποια πολιτική; Για ποια κοινωνία να μιλήσουμε; Να δούμε, γιατί τελικά πρέπει μιλήσουμε. Να δούμε, τελικά, αν μπορούμε καν να μιλήσουμε. Να δούμε, αν μπορούμε πια να βάλουμε μια πινελιά ποιότητας στη ρημάδα τη ζωή μας. Ας κάνουμε μια αρχή και βλέπουμε. Ξέρουμε, μήπως, που θα μας βγάλει; Μπορεί και να είναι καλύτερα. Ποιος το ξερει:
Σελίδες
Ν. Καζαντζάκης
"Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω". Νίκος Καζαντζάκης
Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου